Δυο πράγματα με ενοχλούν περισσότερο στις «αυθόρμητες» διαμαρτυρίες των συμπολιτών. Όχι, δεν είναι το υποκριτικό πατρονάρισμα των Μέσων που επί μήνες έκαναν ρόμπα τους φορτηγατζήδες, τους περιπτεράδες, τους δεητζήδες, τους ίδιους δηλαδή πολίτες που τώρα υποτίθεται στηρίζουν. Δεν είναι καν η ανοησία του πλήθους που δεν αντιλαμβάνεται γιατί τώρα ξαφνικά χαίρει ευνοϊκής προβολής, γιατί ξαφνικά εξαφανίστηκαν τα καλόπαιδα των Εξαρχείων, γιατί τα ματ δεν περιφρούρησαν τη βουλή, γιατί οι λάβροι δημοσιογράφοι και οι κοσμικοί τουιτάρουν μετά πάθους πως είναι κι αυτοί εκεί, σαν ένα άλλο πολυτεχνείο, ένα πράγμα, που όλοι στριμώχνονται νάχουν να λένε.
Το πρώτο που μ’ ενοχλεί είναι ότι η καλή πρόθεση της πλειοψηφίας των συναγελαζόμενων εξυπηρετεί τους σκοπούς των υπαιτίων της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, αυτών που ξαφνικά θυμήθηκαν πως δεν μπορούν πλέον να δανείζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις, αυτών που έχουν έτοιμους τους βρυξελλιώτες που θα στρογγυλοκαθήσουν στα υπουργεία για να ελέγχουν ως αντιβασιλείς την ελληνική χαρταδούρα, την ακυβερνησία, την κατάργηση των εθνικών κυβερνήσεων, και την εγκαθίδρυση της δικής τους pax judaica.
Οσες μούντζες κι αν φάνε οι σκώληκες της βουλής που ξεμυτίζουν από το φτου-κακά βασιλικό παλάτι που στεγάζει τη δημοκρατία τους, ούτε το μνημόνιο θα φύγει, ούτε οι τοκογλύφοι θα πάψουν να απαιτούν τα πανωτόκια, ούτε η Ελλάς θα εξυγειανθεί. Κι ο λόγος είναι ότι κι αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι άλλο δε θέλουν από τη διατήρηση του status quo των τελευταίων δεκαετιών, τη βολή, το επιχορηγούμενο αραλίκι, το χαβαλέ, το όλο κλίμα που καλλιέργησε στη χώρα η ενοχική Δεξιά και το Πασοκικό κράτος.
Το δεύτερο που μ’ ενοχλεί είναι πως η διαμαρτυρία γίνεται για την κατσαρόλα. Αν δηλαδή τα golden boys της πολιτικής πουλούσαν κομμάτι-κομμάτι τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, και γενικώς ό,τι είναι δυνατόν να πουληθεί και να το θεωρήσουμε φυσιολογικό ν’ αλλάξει χέρια, αν ανέθεταν την ασφάλεια της χώρας σε ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτυ για να μην πάνε τα παιδιά μας φαντάροι, αν γενικώς τάκαναν όλα στα μουλωχτά, στο μιλητό και μεταξύ μας, αλλά δεν βάζανε χέρι τους μισθούς και τις συντάξεις, κανείς από τους σημερινούς διαμαρτυρομένους δεν θα κουνιόταν από την πολυθρόνα του.
Γιατί είναι οι ίδιοι αυτοί οι «αγανακτισμένοι» που χρόνια τώρα κοίταξαν να πουλήσουν το αγροτεμάχιο του παππούλη τους στον άγγλο και το γερμανό από μόνοι τους και οικειοθελώς, να εξασφαλίσουν ευνοϊκή μετάθεση στον μπούλη, να διορίσουν την κορούλα στο δημόσιο, να πάρουν επιδότηση ώστε να γίνει ο στάβλος «Πιπίτσα χοτέλ και σπα», να τρουπώσουν εν τέλει στα κόλπα, να τρίψουν ώμους με την εξουσία, να γλίψουν, να αρπάξουν, να επωφεληθούν.
Γι’ αυτό το μέγα πλήθος στις πλατείες δεν είναι για χειροκρότημα αλλά για φτύσιμο. Γιατί ακόμα και τώρα αρνείται να καταλάβει την αιτία του προβλήματός του, αρνείται να παραδεχτεί πως αιτία των δεινών του είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ο οκνηρός, ο βολεψάκιας, ο δε θέλω να ξέρω, μη μ’ ενοχλείτε, δεν πα να καεί η Ελλάδα, ο Μητσάρας ναν καλά. Ε, ενοχλήθηκε τώρα και χλιμιντρίζει γιατί μπήκε βαθύτερα το καπίστρι και το ένιωσε μες στον βαθύ του ύπνο. Και μασκαρεύεται, κάνει ποδήλατο οικολογικό, φυσάει βουβουζέλες και κάνει γενικώς καραγκιοζιές, νομίζοντας πως με τα χοροπηδητά και τις σφυρίχτρες θα απαλλαγεί. Αγνοεί ο ξερόλας, πως καμιά επανάσταση δεν έγινε με καφεδάκι και μαλλί της γριάς, και καμιά εξουσία δεν ανατράπηκε επειδή ένα δουλικό της μαθεύτηκε πως έκλεψε τα ασημικά.
Η επανάσταση της πλατείας, η επανάσταση του καφενέ, δεν είναι επανάσταση, δεν είναι διαμαρτυρία, δεν είναι καν πραγματική αγανάκτηση, αν ο επαναστάτης δεν διαφέρει από την εξουσία που θέλει να ανατρέψει.
Το πρώτο που μ’ ενοχλεί είναι ότι η καλή πρόθεση της πλειοψηφίας των συναγελαζόμενων εξυπηρετεί τους σκοπούς των υπαιτίων της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, αυτών που ξαφνικά θυμήθηκαν πως δεν μπορούν πλέον να δανείζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις, αυτών που έχουν έτοιμους τους βρυξελλιώτες που θα στρογγυλοκαθήσουν στα υπουργεία για να ελέγχουν ως αντιβασιλείς την ελληνική χαρταδούρα, την ακυβερνησία, την κατάργηση των εθνικών κυβερνήσεων, και την εγκαθίδρυση της δικής τους pax judaica.
Οσες μούντζες κι αν φάνε οι σκώληκες της βουλής που ξεμυτίζουν από το φτου-κακά βασιλικό παλάτι που στεγάζει τη δημοκρατία τους, ούτε το μνημόνιο θα φύγει, ούτε οι τοκογλύφοι θα πάψουν να απαιτούν τα πανωτόκια, ούτε η Ελλάς θα εξυγειανθεί. Κι ο λόγος είναι ότι κι αυτοί οι διαμαρτυρόμενοι άλλο δε θέλουν από τη διατήρηση του status quo των τελευταίων δεκαετιών, τη βολή, το επιχορηγούμενο αραλίκι, το χαβαλέ, το όλο κλίμα που καλλιέργησε στη χώρα η ενοχική Δεξιά και το Πασοκικό κράτος.
Το δεύτερο που μ’ ενοχλεί είναι πως η διαμαρτυρία γίνεται για την κατσαρόλα. Αν δηλαδή τα golden boys της πολιτικής πουλούσαν κομμάτι-κομμάτι τις Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, την Κρήτη, και γενικώς ό,τι είναι δυνατόν να πουληθεί και να το θεωρήσουμε φυσιολογικό ν’ αλλάξει χέρια, αν ανέθεταν την ασφάλεια της χώρας σε ιδιωτικές εταιρείες σεκιούριτυ για να μην πάνε τα παιδιά μας φαντάροι, αν γενικώς τάκαναν όλα στα μουλωχτά, στο μιλητό και μεταξύ μας, αλλά δεν βάζανε χέρι τους μισθούς και τις συντάξεις, κανείς από τους σημερινούς διαμαρτυρομένους δεν θα κουνιόταν από την πολυθρόνα του.
Γιατί είναι οι ίδιοι αυτοί οι «αγανακτισμένοι» που χρόνια τώρα κοίταξαν να πουλήσουν το αγροτεμάχιο του παππούλη τους στον άγγλο και το γερμανό από μόνοι τους και οικειοθελώς, να εξασφαλίσουν ευνοϊκή μετάθεση στον μπούλη, να διορίσουν την κορούλα στο δημόσιο, να πάρουν επιδότηση ώστε να γίνει ο στάβλος «Πιπίτσα χοτέλ και σπα», να τρουπώσουν εν τέλει στα κόλπα, να τρίψουν ώμους με την εξουσία, να γλίψουν, να αρπάξουν, να επωφεληθούν.
Γι’ αυτό το μέγα πλήθος στις πλατείες δεν είναι για χειροκρότημα αλλά για φτύσιμο. Γιατί ακόμα και τώρα αρνείται να καταλάβει την αιτία του προβλήματός του, αρνείται να παραδεχτεί πως αιτία των δεινών του είναι ο ίδιος του ο εαυτός, ο οκνηρός, ο βολεψάκιας, ο δε θέλω να ξέρω, μη μ’ ενοχλείτε, δεν πα να καεί η Ελλάδα, ο Μητσάρας ναν καλά. Ε, ενοχλήθηκε τώρα και χλιμιντρίζει γιατί μπήκε βαθύτερα το καπίστρι και το ένιωσε μες στον βαθύ του ύπνο. Και μασκαρεύεται, κάνει ποδήλατο οικολογικό, φυσάει βουβουζέλες και κάνει γενικώς καραγκιοζιές, νομίζοντας πως με τα χοροπηδητά και τις σφυρίχτρες θα απαλλαγεί. Αγνοεί ο ξερόλας, πως καμιά επανάσταση δεν έγινε με καφεδάκι και μαλλί της γριάς, και καμιά εξουσία δεν ανατράπηκε επειδή ένα δουλικό της μαθεύτηκε πως έκλεψε τα ασημικά.
Η επανάσταση της πλατείας, η επανάσταση του καφενέ, δεν είναι επανάσταση, δεν είναι διαμαρτυρία, δεν είναι καν πραγματική αγανάκτηση, αν ο επαναστάτης δεν διαφέρει από την εξουσία που θέλει να ανατρέψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου