Τα προσβλητικά δημοσιεύματα του γερμανικού Focus μάς εξέπληξαν και μας εξόργισαν όλους. Ωστόσο, εμείς οι ίδιοι –και οι πολιτικοί που μας εκπροσωπούν– δώσαμε το δικαίωμα σε ανάλγητους να μας λοιδορούν. Άλλο είναι όμως το να ασκείς οικονομικοπολιτική κριτική εφ’ όλης της ύλης (αυτό το δεχόμαστε και πρέπει κάθε φορά να το λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη μας) και άλλο να χλευάζεις έναν ολόκληρο λαό για τις συνήθειες, το στιλ, την ιστορία και την αισθητική του. Προσβάλλοντας, μάλιστα, τη σημαία του και τα σύμβολα του πολιτισμού του, όπως συνέβη με την παραποιημένη μορφή της Αφροδίτης της Μήλου στο ανήθικο εξώφυλλο του γερμανικού Focus (με το οποίο δεν έχουμε καμία απολύτως σχέση, πρόκειται για απλή –ατυχέστατη– συνωνυμία). Τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι εντελώς ανάρμοστες, αν και....
.
τελικά προσβάλλουν εκείνους (και μόνο εκείνους) που τις υιοθετούν. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που πρέπει να προσέξουμε ιδιαιτέρως: το ύφος της εν λόγω ανθελληνικής «σάτιρας», το ήθος αυτής της διακωμώδησης του σύγχρονου και διαχρονικού Έλληνα, είναι πιο επικίνδυνο από το περιεχόμενο των σχολίων. Μας θυμίζει τις χαιρέκακες προπαγανδιστικές τακτικές του Γκέμπελς, στην υπηρεσία του Φίρερ και του Τρίτου Ράιχ. Τότε οι «πονηροί» και τα «γουρούνια» ήταν οι μπολσεβίκοι, οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι. Σήμερα είναι οι Έλληνες. Διόλου τυχαία μας προσφωνούν PIGS (τα αρχικά των κρατών: Πορτογαλία, Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία) και καταγγέλλουν την «πονηρή φυγοπονία» μας. Φαίνεται πως το σύννεφο του ρατσισμού-νεοναζισμού, στη μία ή στην άλλη μορφή του, απλώνεται ύπουλα για άλλη μια φορά σαν σκιά πάνω από την Ευρώπη. Και αυτό είναι άκρως ανησυχητικό. Όμως, από πού αντλεί τη δύναμή της αυτή η απάνθρωπη ιδεολογία; Πώς επικράτησε στη γερμανική κοινωνία και πώς την αντιμετωπίζουν σήμερα οι σώφρονες Γερμανοί; Και, επιτέλους, γιατί το φάντασμα του Χίτλερ δε λέει να εξαφανιστεί; Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μερίδα του γερμανικού τύπου επιτέθηκε δεόντως στο γερμανικό Focus, καταγγέλλοντάς το για επικίνδυνο ρατσισμό. Έχουσι γνώσιν... Όμως ένα χυδαίο ανθελληνικό βίντεο σε εκπομπή του τηλεοπτικού δικτύου ARD (δείτε το στο YouTube στη διεύθυνση http://tinyurl.com/ARDvideo) και άλλες συναφείς ναζιστικού τύπου συκοφαντίες και απαξιώσεις καλούν όλους –Έλληνες και Γερμανούς– σε επιφυλακή!
Στις 30 Απριλίου του 2010 συμπληρώνονται 65 χρόνια από την αυτοκτονία του. Και όμως ακόμα αναρωτιόμαστε: γιατί τον ακολούθησαν τόσα εκατομμύρια Γερμανοί; Τον ευνόησε απλώς η ιστορική συγκυρία (κατά βάση, η απογοήτευση και η εξαθλίωση μετά την καταστροφική ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο); Η φλογερή ρητορική την κατάλληλη στιγμή; Το χάος; Οι εμπαθείς εμμονές του; Όλα αυτά μαζί; Κάτι άλλο που ίσως ένας Έλληνας δεν μπορεί να «καταλάβει»; Ιδού τι πιστεύουν οι ίδιοι οι Γερμανοί για το «φαινόμενο Χίτλερ», βρίσκοντας σήμερα την πυγμή να αντιμετωπίσουν την ιστορία τους, τη στιγμή που κάποιοι «νοσταλγοί» ξεσπαθώνουν εναντίον των Ελλήνων με γκεμπελικό τρόπο (και μάλιστα με το αζημίωτο: αντλούν τουρκική διαφήμιση!). Ας ξετυλίξουμε το μίτο αυτής της «παράλογης» ιστορίας από την αρχή. Όπως παρατηρεί ο δημοσιογράφος Χάινριχ Γιένεκε (συνεργάτης του ελληνικού GEO) έχουν περάσει 64 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και ο Αδόλφος Χίτλερ δε λέει να αφήσει τους Γερμανούς (που κάποτε ήταν «ο λαός του») στην ησυχία τους. Αποτελεί κομμάτι της ιστορίας τους, του συλλογικού υποσυνειδήτου τους. Έχουν γραφτεί χιλιάδες βιβλία σε ολόκληρο τον κόσμο σχετικά με την ολέθρια σχέση λαού και Φίρερ, για την αλληλεπίδραση μεταξύ εξουσίας και λαϊκής βούλησης. Έχουν γυριστεί εκατοντάδες ντοκιμαντέρ σχετικά με τα εγκλήματα των εθνικοσοσιαλιστών. Ωστόσο, το μεγάλο μυστήριο παραμένει: πώς τον ακολούθησαν τόσα εκατομμύρια άνθρωποι; Και γιατί πολλοί τον νοσταλγούν;
Ένας αλλόκοτος κρυψίνους
Είναι γεγονός ότι η εξωτερική εμφάνισή του δεν τραβούσε την προσοχή, το προφίλ του δεν το συγκρατούσε κανείς, σε αντίθεση με το προφίλ του Στάλιν ή του Λίνκολν, η φυσιογνωμία του δεν ήταν μοναδική, όπως για παράδειγμα η φυσιογνωμία του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Κανείς δε θα γύριζε να τον κοιτάξει στο δρόμο• ήταν ένας μέσος άνθρωπος δίχως κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εκτός από εκείνο το παλιομοδίτικο μουστάκι, που μάλλον προσέδιδε μια κωμική πινελιά στο πρόσωπό του. Δε διέθετε κάποια στοιχεία ή προτιμήσεις που τον έκαναν ξεχωριστό από την υπόλοιπη μάζα, εκτός από το γεγονός ότι ο ίδιος περιφρονούσε τις μάζες. Δυσφορούσε με τις απολαύσεις της αστικής κοινωνίας, με την ίδια την αστική ζωή. Δε διοργάνωνε δεξιώσεις με άφθονο φαγοπότι στην καγκελαρία, ούτε κυνήγια και συμπόσια όπως ο αρχηγός της γερμανικής αεροπορίας Χέρμαν Γκέρινγκ. Φίλους δεν είχε. Ήταν χορτοφάγος, δεν κάπνιζε ούτε και έπινε. Τη μόνη έντονη σχέση που είχε με κάποια γυναίκα την κρατούσε μυστική από τον έξω κόσμο. Κάτι ζοφερό, διαβολικό τον χαρακτήριζε, ακόμη και στα καλύτερα χρόνια του. Ποτέ δεν τον είχε δει κανείς να γελά. Υπάρχουν χιλιάδες φωτογραφίες του, ακόμη και από την ιδιωτική ζωή του, αλλά πουθενά δεν υπάρχει ένας Φίρερ που να γελά με την καρδιά του. Από αυτή τη ζωή λείπουν όλα όσα προσδίδουν σημασία, θέρμη και αξιοπρέπεια στη ζωή ενός φυσιολογικού ανθρώπου: η μόρφωση, η επαγγελματική δραστηριότητα, η αγάπη και η φιλία, ο γάμος, η πατρότητα. Ουσιαστικά, μια διαρκής τάση προς την αυτοκτονία συνοδεύει όλη την πολιτική πορεία του Χίτλερ. Και στο τέλος η αυτοκτονία γίνεται πραγματικότητα.
Γκουρού της καταγωγής των φυλών
Δε γνώριζε τον κόσμο, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Όλα όσα πίστευε ότι γνώριζε σχετικά με τους λαούς της Ευρώπης ήταν τα κλισέ που άκουγε κανείς να συζητούν οι συντροφιές σε μαγαζιά. Δεν είχε επισκεφτεί ποτέ μια ξένη χώρα, παρά μόνο ως στρατιώτης ή ως αρχηγός κράτους. Στις 23 Ιουνίου του 1940, όταν για πρώτη φορά ανέμισε η σημαία με τη σβάστικα στο Παρίσι, επισκέφτηκε τον Πύργο του Άιφελ και την Όπερα στις έξι το πρωί, περνώντας από τους δρόμους στους οποίους είχε διακοπεί η κυκλοφορία. Δεν ήταν διανοούμενος, όπως οι ιστορικοί ανατροπείς πριν από αυτόν, ο Ροβεσπιέρος, ο Μαρξ και ο Λένιν. Δεν είχε καν μια αυθεντική ιδεολογία. Τίποτα από όσα αποκαλούσε με τον όρο «εθνικοσοσιαλισμός» δεν ήταν δική του επινόηση. Συγκόλλησε όσα στοιχεία του λαϊκού «γερμανοχριστιανικού» τρόπου σκέψης μπόρεσε να ανακαλύψει σε εθνικιστικούς γερμανικούς συλλόγους, σε κόμματα, εκδόσεις και άλλου είδους σωματεία στη Γερμανική Αυτοκρατορία και στην Αυστροουγγαρία και έβγαλε από όλα αυτά ένα περίεργο μείγμα κοινωνικού επαναστατικού ρητορικού λόγου και μια θεωρία περί καταγωγής των φυλών. Τόλμησε όμως να μιλήσει για όλα όσα πολλοί Γερμανοί τότε πίστευαν και τα ανύψωσε στη σφαίρα του εγκλήματος και της δολοφονίας. Ο κατευθυντήριος άξονας της ζωής του ήταν το μίσος, ένα απύθμενο, παθολογικό μίσος κατά του κόσμου. Για αυτό το μίσος χρειαζόταν συγκεκριμένους εχθρούς: συνδικάτα, σοσιαλδημοκράτες, κομμουνιστές, τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους και Εβραίους, οι οποίοι είχαν υποτίθεται ως στόχο την εξάλειψη της «άριας φυλής». Αργότερα προστέθηκαν στον κατάλογό του και δεκάδες λαοί ανά τον κόσμο, ανάμεσά τους και οι Έλληνες, που μαρτύρησαν κάτω από την μπότα του κατακτητή (τα θύματα της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα άγγιξαν περίπου το μισό εκατομμύριο).
Η παραφροσύνη κυριάρχησε στη ζωή του Χίτλερ από την πρώτη πολιτική έκφρασή της μέχρι και την τελευταία στιγμή. Το βιβλίο του Ο Αγών μου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια συνεχής έκκληση στις μαζικές δολοφονίες: «Ένα κράτος, το οποίο στον αιώνα της δηλητηρίασης των φυλών αφιερώνεται στη φροντίδα των καλύτερων φυλετικών στοιχείων του, πρέπει μια μέρα να εξουσιάζει τον κόσμο. Η εξολόθρευση των κατώτερων θεωρείται προϋπόθεση για την παγκόσμια επικράτηση...». Το βιβλίο πούλησε οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα στη Γερμανία. Όλοι οι κάτοχοί του στο τέλος του πολέμου, το 1945, δήλωσαν με απολογητική φωνή ότι είχαν «ξεγελάσει» τον Φίρερ, ότι ποτέ τους δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο. Κάτι που για τους περισσότερους πραγματικά ίσχυε. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό στην όλη υπόθεση: οκτώ εκατομμύρια Γερμανοί είχαν στην κατοχή τους αυτό το βιβλίο (και αν υπολογίσει κανείς τα μέλη των οικογενειών τους, τότε ο αριθμός ανεβαίνει στα 20 έως 30 εκατομμύρια) και δεν μπορούσαν να διακρίνουν τι πρέσβευε ο «Φίρερ» τους!
Στις 30 Απριλίου του 2010 είναι η 65η επέτειος από την ημέρα που πέθανε ο Χίτλερ. Το ερώτημα που τίθεται εύλογα είναι το εξής: η Γερμανία έχει «ξεπεράσει» ή όχι το σκοτεινό παρελθόν της; Οι Γερμανοί εξόρισαν τους «ναζί», θεωρώντας τους ένα είδος ανθρώπων που τότε –από το πουθενά– έπεσαν πάνω σε μια χώρα και τη βύθισαν στη δυστυχία; Κανείς δεν ξεφορτώνεται έτσι εύκολα τον Χίτλερ...
Το επίμονο φάντασμα
Όπως παρατηρεί και πάλι ο Χ. Γιένεκε, ο Χίτλερ έχει καθιερωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των Γερμανών, είτε γίνεται λόγος για αυτόν είτε όχι. Είναι ο «πετρωμένος» καλεσμένος σε πολιτικές συζητήσεις, σε κάθε κοινοβουλευτική συζήτηση, σε κάθε πολιτικό τηλεοπτικό διάλογο, στο μάθημα της ιστορίας, σε κάθε κινηματογραφική ταινία που έχει να κάνει με τη Γερμανία, βουβός και αόρατος και παρ’ όλα αυτά αισθητός ακόμη και πίσω από τις λέξεις, τον τόνο της ομιλίας κάποιου, τις διαβαθμίσεις των επιχειρημάτων. Ο Χίτλερ βρίσκεται παντού, γιατί παντού συναντούμε τα ίχνη του, παντού ελλοχεύουν αναμνήσεις. Πριν από λίγο καιρό, κάποια παιδιά σε ένα χωριό στο Βόλγκογκραντ, λίγο έξω από το αλλοτινό Στάλινγκραντ, ανακάλυψαν, ενώ έπαιζαν ποδόσφαιρο σε ένα χωράφι, ανθρώπινους σκελετούς. Τα οστά κυριολεκτικά ξεφύτρωναν μέσα από τη γη. Επρόκειτο για τα υπολείμματα Γερμανών στρατιωτών, έφεραν πάνω τους ακόμη τα διακριτικά της Βέρμαχτ, η οποία σύμφωνα με τον Χίτλερ «με μια αιφνιδιαστική επίθεση στη Σοβιετική Ρωσία έπρεπε να εξαλείψει άπαξ διά παντός από προσώπου γης τον κίνδυνο των μπολσεβίκων». Ένας λαός που πίστευε ότι είχε αφήσει πίσω του το παρελθόν, το βλέπει να επανέρχεται - η ίδια η γη ξεβράζει πάλι τους νεκρούς.
Καμία αθωότητα!
Το «Τρίτο Ράιχ» διήρκεσε 12 χρόνια. Τι είναι, λοιπόν, δώδεκα χρόνια μπροστά σε χιλιάδες χρόνια γερμανικής ιστορίας; Δώδεκα χρόνια είναι στην ουσία ένα τίποτα, ωστόσο οι καταστροφές δεν ταξινομούνται με μονάδες χρόνου. Ένας σεισμός διαρκεί μόνο μερικά δευτερόλεπτα και ερημώνει ολόκληρες περιοχές για αιώνες - και ο Χίτλερ ήταν ένας σεισμός. Τα ψυχικά και ηθικά τραύματα που άφησε πίσω του θα είναι αισθητά για πολλές γενιές ακόμη. Δεν είναι δυνατή η επιστροφή στην αθωότητα, στην «προ Χίτλερ» εποχή. Αυτή η πολιτική αθωότητα δεν υπήρξε εξάλλου ποτέ. «Ο Χίτλερ δεν ήταν κάποιο εργοστασιακό ατύχημα», όπως έγραψε ο ιστορικός Φριτζ Φίσερ. «Αυτό το ηφαίστειο ενέργειας, θέλησης και πάθους δεν είναι νοητό δίχως τις κοινωνικές και τις ιδεολογικές πεποιθήσεις της Γερμανίας την εποχή της Μεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ δεν ήρθε ούτε από την κόλαση ούτε από τον παράδεισο. Αποτελεί, αν κρίνει κανείς από τις ιδέες του, αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής ιστορίας του 19ου και 20ού αιώνα». Οι ίδιοι οι Γερμανοί έκαναν τον Χίτλερ αυτό που στη συνέχεια έγινε. Προσέφεραν σε αυτόν τον ξένο τη σκηνή στην οποία μπορούσε να ξεδιπλώσει την επιθετικότητά του. Επωφελήθηκε από το γενικό αίτημα για τη λύτρωση από τη δικτατορία των νικητών μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο (1914-1918), για την απελευθέρωση από τα «δεσμά της συνθήκης των Βερσαλλιών», για την αποκατάσταση της «εθνικής υπερηφάνειας» και για τη σωτηρία από τη φτώχεια της μεταπολεμικής περιόδου. Οι Γερμανοί ήθελαν να απαλλαχτούν από το αίσθημα ενοχής για τον πόλεμο και ακολούθησαν εκείνον που διακήρυττε το μίσος, δίχως να ρωτήσουν πού οδηγούσε ο δρόμος που τους έστελνε.
«Όλος ο κόσμος μάς ανήκει»
«Θα συνεχίσουμε την επέλαση μέσα από τα συντρίμμια, γιατί σήμερα μας ανήκει η Γερμανία και αύριο ο υπόλοιπος κόσμος», τραγουδούσαν τα δωδεκάχρονα παιδιά, όταν παρήλαυναν υπό τους εκκωφαντικούς ήχους τρομπετών και τις μαύρες σημαίες με τη γερμανική σβάστικα της νίκης. Και οι παιδικές καρδούλες τους εννοούσαν απόλυτα αυτά τα λόγια. Όπως και το είδωλό τους. Γιατί ο Χίτλερ σχεδίαζε, ήθελε και διεξήγαγε έναν πόλεμο, με άμεσο στόχο την ίδρυση μιας μεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας και με απώτερο στόχο την παγκόσμια κυριαρχία. Η Γερμανία χαρούμενη παραδόθηκε σε αυτόν το «βιασμό»: το έθνος, το οποίο έναν αιώνα νωρίτερα αποκαλούνταν «ο λαός των ποιητών και των διανοητών», έκαιγε τα βιβλία των καλύτερων ποιητών και στοχαστών του σε μεγάλες σωρούς, συμμετείχε σε παρελάσεις με φάλαγγες, ύψωνε το δεξί χέρι όταν χαιρετούσε, έλεγε τις λέξεις «χάιλ Χίτλερ» όταν αγόραζε ψωμί και κρεμούσε τη σημαία με το αποκρουστικό σύμβολο, όταν ο Φίρερ είχε τα γενέθλιά του. Το έθνος πανηγύριζε για τους αυτοκινητόδρομους, για το «φόλκσβαγκεν», το αυτοκίνητο του λαού, το ζέπελιν, τα νέα τεθωρακισμένα άρματα μάχης και τα μαχητικά αεροσκάφη. Και σφάλιζε τα μάτια του μπροστά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία, πολύ πριν από το Άουσβιτς στην Πολωνία (και τα δεκάδες που ακολούθησαν), ανεγείρονταν δίχως να αποκρύπτονται από τη δημοσιότητα σε ολόκληρο το Ράιχ: Ζάχσενχαουζεν, Νταχάου, Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν-Μπέλσεν κ.ο.κ. Μάλιστα, πρώτα θύματα υπήρξαν οι νεαροί Γερμανοί «ειδικών αναγκών» (το περίφημο Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4, το «Aktion T4») και η... συνείδηση της κοινής γνώμης. Ο Γερμανός δημοσιογράφος Χ. Γιένεκε είναι κατηγορηματικός: οι Γερμανοί στάθηκαν στο πλευρό του Φίρερ τους μέχρι την ύστατη ώρα - αυτή είναι η πραγματική ντροπή που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ή να προσπαθήσει να συγκαλύψει. Όλοι γνώριζαν ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι κάθε πυροβολισμός ήταν δίχως νόημα, κάθε νεκρός και ένα έγκλημα. Και όμως όλοι συνέχιζαν. Και επειδή όλοι είχαν μερίδιο ευθύνης σε αυτή την ντροπή, μια τεράστια σιωπή απλώθηκε πάνω από τη χώρα. Οι άντρες της «απόπειρας» της 2ας Ιουλίου του 1944 ήταν μια απεγνωσμένη μειονότητα - ο Χίτλερ είχε δίκιο: μερικές εκατοντάδες ανάμεσα σε 80 εκατομμύρια. Τι θα μπορούσαν να είχαν πετύχει, αν η βόμβα του Κλάους Σενκ, Κόμη του Στάουφενμπεργκ είχε τότε, στη γνωστή συνωμοσία, σκοτώσει τον Φίρερ;
Όσοι θέλουν να διαγράψουν το παρελθόν, συνεχίζει ο Γιένεκε, δεν επιθυμούν να τα ακούνε πια αυτά. Οι εκπρόσωποί τους ζητούν αυτή η συζήτηση να λάβει ένα τέλος. Τα αισθήματα ενοχής των πολιτικών, όπως πιστεύουν, θα παρέλυαν τις μελλοντικές γενιές και θα εμπόδιζαν τη μελλοντική εξέλιξή τους. Ωστόσο, το Άουσβιτς ή το Νταχάου δεν έχουν παραλύσει κάποιον Γερμανό ή τη μελλοντική εξέλιξή του. Ούτε και τα εγκλήματα των Γερμανών στρατιωτών ανά τον κόσμο, της Ελλάδας περιλαμβανομένης. Αλλά ακόμη και αν οι Γερμανοί συμφωνούσαν να μη μιλούν πλέον για τον Χίτλερ, δε θα τον ξεφορτώνονταν τόσο εύκολα. Η κυριαρχία του ήταν πολύ ισχυρή για αυτούς. Υπήρχαν ανέκαθεν δύο τρόποι για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα με τον Χίτλερ: μπορούσε κανείς είτε να τον διακωμωδήσει, όπως έκανε με ιδιοφυή τρόπο ο Τσάρλι Τσάπλιν στην κινηματογραφική ταινία Ο μεγάλος Δικτάτωρ, ή να τον εξυψώσει στη σφαίρα του μεταφυσικού, ως την μετουσίωση του κακού, προσδίδοντάς του έτσι μια θέση στη Δημιουργία. Ωστόσο, τόσο ο αστείος ήρωας της κινηματογραφικής ταινίας όσο και ο διαβολικός άνθρωπος δεν αρκούν για να εξηγήσουν το φαινόμενο Χίτλερ. Ο Τόμας Μαν, τον οποίο ο Χίτλερ είχε εκδιώξει από τη χώρα, τόλμησε μια εντελώς ιδιότυπη οπτική. Αδερφός Χίτλερ είναι ο τίτλος του πεζογραφήματος που συνέγραψε το 1939 στην εξορία, όταν ο Φίρερ της Γερμανίας βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δόξας του. Ήταν η προσπάθεια, πέρα από την αποστροφή που ένιωθε, να δει τον άνθρωπο, όταν κανείς δεν πίστευε στη διαβολική φύση του. «Ο τύπος αυτός είναι σκέτη καταστροφή», σύμφωνα με τον Μαν, «αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην τον βρίσκουμε ενδιαφέροντα ως χαρακτήρα». Πώς κατάφερε από εθνικό επίπεδο να περάσει στο ευρωπαϊκό σκηνικό, πώς έμαθε να χειραγωγεί με τα ίδια οράματα και ψέματα τα πλήθη; Πώς αναδείχτηκε πρωταθλητής στην εκμετάλλευση της αγανάκτησης και της φοβίας των ανθρώπων; Πώς τον ευνόησε η τύχη και ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε άχρηστο αποδείχτηκε τελικά χρήσιμο στην απόπειρά του να υποτάξει την Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο; Όλα αυτά ήταν πρωτόγνωρα. Όλα έδειχναν ότι ο θαυμασμός προς το πρόσωπό του έμοιαζε δικαιολογημένος. Ωστόσο έξι χρόνια αργότερα ο μύθος κατέρρευσε, ο υποψήφιος κατακτητής της Γης επέστρεψε στην αφετηρία, ταπεινωμένος από τους στρατούς του αντιχιτλερικού συνασπισμού.
Μίσησε το «λαό του»
Στην πτώση του το μίσος του στράφηκε απέναντι στον ίδιο του το λαό, ο οποίος δεν αποδείχτηκε αρκετά ηρωικός, ώστε να υποστηρίξει την κυριαρχία του στην υφήλιο. Στο τέλος δεν είναι παρά ένας αποτυχημένος, όπως και στην απαρχή της ζωής του, αιχμάλωτος στο ίδιο του το κρησφύγετο, και παντού γύρω του η διάλυση. Αποδυναμωμένος και μόνος. Το μόνο που του απέμενε ήταν ο θάνατος. Και όχι ο ηρωικός θάνατος μπροστά στον εχθρό, στη θύρα του διοικητηρίου του, αλλά ο μοναχικός θάνατος ενός ξοφλημένου ανθρώπου στο υπόγειο, σε έναν ξεχαρβαλωμένο καναπέ. Η ζωή του τελείωσε κάτω από τη γη. Δεν τον σκέπασαν ούτε καν με μια σημαία, όπως αρμόζει σε νεκρούς αρχηγούς κρατών: δεν υπήρχε σημαία στο κρησφύγετο. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια δεν υπάρχει πλέον κανένα μυστικό σχετικά με τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο Φίρερ έχει απομυθοποιηθεί. Παρ’ όλα αυτά, το φάντασμά του πλανιέται ακόμη πάνω από τη Γερμανία. Ποτέ δε θα μπορέσει κανείς να το διώξει. Ο Χίτλερ ανήκει για πάντα στους Γερμανούς, γιατί δίχως αυτούς δε θα είχε υπάρξει ποτέ. Χιλιάδες βιβλία έχουν γραφτεί για τον Χίτλερ και τους οπαδούς του, ωστόσο ένα ερώτημα παραμένει αναπάντητο: τι ήταν άραγε εκείνο που ώθησε τους Γερμανούς να τον ακολουθήσουν στον γκρεμό, όπως και τα παιδιά στο παραμύθι με το μαγικό αυλό; Το αίνιγμα δεν είναι ο Αδόλφος Χίτλερ, το αίνιγμα είναι οι άνθρωποι. Εκείνος «απλώς» τους χειραγώγησε με τη μέθοδο του καρότου και του μαστίγιου. «Αξιοποίησε» στο ακέραιο την τρομοκρατία, την προπαγάνδα και το ρουσφέτι, ανακατεύοντάς τα με μεταφυσικές αεορολογίες και μίσος. Ένας ανάλογος βαρβαρισμός διέπει δυστυχώς και την «έμπνευση» των (υποτιθέμενων) δημοσιογράφων του εβδομαδιαίου ειδησεογραφικού γερμανικού Focus, οι οποίοι υπηρετούν τα συμφέροντα που (δολίως) εκπροσωπούν με μεθόδους βγαλμένες από τη «σχολή» του υποβολέα της χιτλερικής κακοήθειας, λογοτέχνη-δημοσιογράφου και υπουργού Προπαγάνδας, Ιωσήφ Γκέμπελς! Ας ευχηθούμε να μη δούμε τα χειρότερα στο προσεχές μέλλον...
Τι μας χρωστούν οι Γερμανοί
Από τους 800 Γερμανούς στρατιωτικούς εναντίον των οποίων είχε ασκήσει δίωξη το μεταπολεμικό «Ελληνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου», για τη γενοκτονική δράση τους στην Ελλάδα, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την ισοπέδωση και το κάψιμο 2.500 χωριών, 50.000 εκτελέσεις μαχητών και αθώων πολιτών και το θάνατο 300.000 ανθρώπων από την πείνα (λιμό) το χειμώνα του 1941, αλλά και μέχρι το 1945, και δεκάδες χιλιάδες σωματικά αναπήρους και ψυχικά ασθενείς, δεν καταδικάστηκε κανένας! Υπολογίζεται πως εξοντώθηκε το 12% των Ελλήνων. Το 8% από τις δολοφονίες-εκτελέσεις και την πείνα, αλλά και ένα 4% από τις γεννήσεις που δεν έγιναν, λόγω των ασθενειών-κακουχιών. Πέρα από τις καταστροφές των δημόσιων υποδομών και των ιδιωτικών περιουσιών, για τις οποίες η «Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων» (1947) αναγνώρισε μια συνολική μελλοντική απαίτηση για Επανορθώσεις-Αποζημιώσεις ύψους 8,5 δις δολαρίων, αγοραστικής αξίας του 1938, χωρίς να αναγνωριστούν τα «διαφυγόντα κέρδη» για τις επόμενες δεκαετίες.
Η Ελλάδα ζήτησε τότε την αναγνώριση αποζημιώσεων ύψους 14 δις δολαρίων. Η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε στις 24 Φεβρουαρίου του 2010 τις κατηγορίες σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία οφείλει ακόμη στην Ελλάδα τις αποζημιώσεις από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλώνοντας ότι αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή κρίση.
«Οφείλω να απορρίψω τις κατηγορίες αυτές», δήλωσε ο Αντρέας Πέσκε, εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών. «Με βάση τη συμφωνία αποζημιώσεων του 1960, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατέβαλε αποζημίωση στην Ελλάδα ύψους 115 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (περί τα 58,8 εκατ. ευρώ) για τη ζημία που προκλήθηκε από το ναζισμό», δήλωσε ο εκπρόσωπος. Σύμφωνα με τον Αντρέας Πέσκε, οι Έλληνες που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία υπό το ναζιστικό καθεστώς αποζημιώθηκαν επίσης στο πλαίσιο του ιδρύματος «Μνήμη, ευθύνη και μέλλον», το οποίο κατέβαλε περί τα 4,4 δισεκατομμύρια ευρώ σε 1,7 εκατομμύρια πρώην εργαζόμενους σε καταναγκαστικά έργα σε περισσότερες από εκατό χώρες. Παράλληλα, η Γερμανία χορήγησε μετά το 1960 βοήθεια ύψους «περίπου 32 δισεκατομμυρίων γερμανικών μάρκων (16,3 δισεκατομμύρια ευρώ) στην Ελλάδα σε διμερές και ευρωπαϊκό επίπεδο, για να υποστηρίξει την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικονομική κοινότητα, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του γερμανικού υπουργείο Εξωτερικών.
Από το Φεβρουάριο του 1941 πριν ακόμη από τη γερμανική επίθεση, ο χρυσός της Τραπέζης της Ελλάδος είχε μεταφερθεί στην Κρήτη, η οποία έχει θεωρηθεί ασφαλέστερο μέρος από την Αθήνα. Με τη γερμανική επίθεση στην Κρήτη το Μάιο του 1941, ο ελληνικός χρυσός φυγαδεύτηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου με το αγγλικό πολεμικό «Διδώ» και από εκεί έφτασε στην Πραιτόρια της Νοτίου Αφρικής. Εκεί λιώθηκε, για να μετασχηματιστεί σε ράβδους συνολικού βάρους 608.350 ουγκιών. Τέλος, μετά από πολλές περιπέτειες, ο ελληνικός χρυσός μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Στην πραγματικότητα βεβαίως το χρυσό της Ελλάδος μας τον πήραν οι Εγγλέζοι και δεν τον επέστρεψαν ποτέ. Οι Γερμανοί βρήκαν άδειο το θησαυροφυλάκιο της Τραπέζης της Ελλάδος και ως εκ τούτου κάθε χαρτονόμισμα σε δραχμές κατέστη αυτομάτως άνευ αντικρίσματος...
Έτσι γίνεται κάποιος εγκληματίας πολέμου
Σύμφωνα με την ερευνήτρια γενοκτονιών Μπίρτε Κούντρους, «Σε όλες τις περιπτώσεις γενοκτονιών υπάρχει πάντα μια ομάδα ανθρώπων που θεωρεί μια άλλη ομάδα ως πρόβλημα. Και πρέπει να εξαφανιστεί. Δεν πρέπει όμως να πιστεύουμε ότι μια μικρή ελίτ των ατόμων που κατέχουν την εξουσία σκαρφίζεται κάτι τέτοιο και στη συνέχεια ο λαός καλείται να εκτελέσει τις εντολές τους. Την πρωτοβουλία αναλαμβάνουν οι δράστες επί τόπου. Η ιδεολογική κινητοποίηση λαμβάνει χώρα κυρίως όπου υπάρχουν και οι αντίστοιχες προκαταλήψεις, όπως ο γερμανικός αντισημιτισμός στην προπολεμική κοινωνία. Οι δράστες κηρύσσουν μια ομάδα ανθρώπων ως αποδιοπομπαίο τράγο. Γίνεται μια εναλλαγή δραστών-θυμάτων: δεν είμαστε εμείς οι ένοχοι, αλλά αντίθετα εκείνοι είναι αυτοί που μας βλάπτουν. Το μακελειό αναδεικνύεται σε πράξη υπεράσπισης... Λύτρωση μέσω της κάθαρσης: αυτό υπόσχονται πάντα οι ιδεολογίες που έχουν να κάνουν με γενοκτονίες. Σκοτώστε τις κατσαρίδες Τούτσι, αναμεταδιδόταν συνέχεια από το κυβερνητικό ραδιόφωνο των Χούτου στον εμφύλιο της Ρουάντα...».
Ο υπουργός Προπαγάνδας Ιωσήφ Γκέμπελς
Ο Ιωσήφ Γκέμπελς γεννήθηκε το 1897 στη Ρηνανία. Σπούδασε Ιστορία και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης με επιβλέποντα καθηγητή τον Εβραίο Φρίντριχ Γκούντολφ. Η διδακτορική διατριβή του είχε θέμα το... ρομαντισμό του Βίλχελμ Φον Σουτς. Στα χρόνια που ακολούθησαν αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία: έγραψε ποιήματα, δοκίμια και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα Michael (εκδόθηκε το 1929 από τις ναζιστικές εκδόσεις Franz Eher). Από το 1924 ως την τελική συντριβή της Γερμανίας χρησιμοποίησε τις πλέον ειδεχθείς μεθόδους (δεν αρκείτο στη ρητορεία, το ψέμα ή τις φιέστες, αλλά κατέφευγε και στη συκοφαντία ή τους φόνους), προκειμένου να πείσει τους εξαθλιωμένους συμπατριώτες του να στηρίξουν τον Χίτλερ. Στον Γκέμπελς οφείλεται η πρώτη μεγάλη επιτυχία του ναζιστικού «εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος» NSDAP στις εκλογές της 14ης Σεπτεμβρίου του 1930 (18% και 107 έδρες). Ο αρχηγός των SS Χάινριχ Χίμλερ είχε πει για εκείνον: «Δώστε σε αυτόν τον άνθρωπο ένα μικρόφωνο ή έναν καλό στυλογράφο και θα κάνει τους Εβραίους να αυτοκτονήσουν από ενοχές». Στο ημερολόγιό του ο Γκέμπελς σημειώνει: «Δεν πρέπει να δείξουμε κανένα έλεος στους παρείσακτους. Πρέπει να τους εξαλείψουμε, να τους καταστρέψουμε μέχρι τέλους». Στις 13 Μαρτίου του 1933 ο Χίτλερ ανακήρυξε τον Γκέμπελς «Υπουργό Λαϊκής Διαφώτισης και Προπαγάνδας» (Volksaufklärung und Propaganda), κάνοντάς τον έτσι μέλος της Κυβέρνησης. Ακόμη και ο «Εμπρησμός του Ράιχσταγκ» προβοκάτσια του Γκέμπελς ήταν. Αυτοκτόνησε την 1η Μαΐου του 1945.
ΠΗΓΗ : http://www.focusmag.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου