Πρόταση, για την σφυρηλάτηση μιας Εθνικής οικονομίας – AΠOΣΠAΣMA:
“Μεγαλύτερη απόδειξη από τη μέχρι το 2001 (έτος ένταξης της Ελλάδας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση-ΟΝΕ) πορεία του νεοελληνικού κράτους, πως ένα Εθνικό νόμισμα από μόνο του, δεν αρκεί για μια Εθνική ανεξαρτησία, δεν υπάρχει. Το διάστημα 1970-2001, αντιστοιχεί στους χρόνους κατά τους οποίους το δημόσιο χρέος γνώρισε την άνοδο η οποία οδήγησε στο να επικαθίσει η μαφία των διεθνών τοκογλύφων στον τράχηλο του Ελληνικού λαού, επιχειρώντας να υποθηκεύσει ακόμα και τις προοπτικές κάθε μελλοντικής προσπάθειας για ανεξαρτησία.Κατά τη λεγόμενη μάλιστα, «περίοδο της ανάπτυξης» από το 1980 μέχρι το 1998 (το 1981 έγινε η είσοδος στην ΕΟΚ) η αύξησή του υπήρξε αλματώδης… Προκαλεί εντύπωση πως το δημόσιο χρέος μειώνεται μετά το 1999 μέχρι το 2001, όπως έχουν ομολογήσει οι ίδιες οι κυβερνήσεις και καταγγείλει οι ευρωπαϊκοί ελεγκτικοί μηχανισμοί, είναι αποτέλεσμα απόκρυψης (σε συνεργασία με τους τοκογλύφους της “Goldman Sachs”) των οικονομικών στοιχείων που διατέθηκαν για τη χάραξη του δείκτη, ώστε η χώρα να εισέλθει και να παραμείνει με πλασματικές ενδείξεις στην ΟΝΕ.
Με δεδομένα, την πρώτη υποβολή αίτησης του νεοελληνικού κράτους για ένταξη στην ΕΟΚ το 1959 και τη διακοπή των διαδικασιών ένταξης από το 1969 μέχρι το 1974, καθίσταται σαφές πως η αλματώδης αύξηση του δημοσίου χρέους είναι «επίτευγμα» του μεταπολιτευτικού καθεστώτος, το οποίο στο μεγαλύτερό του διάστημα, χρησιμοποιούσε τη δραχμή. Σημειώνεται, πως κατά το διάστημα 1969-72, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ήταν από τους υψηλότερους που έχουν μετρηθεί από το 1961 μέχρι το 2008. Ενώ στη συνέχεια ακολούθησε η καταβαράθρωσή του…
Για τριάντα και πλέον χρόνια, το νεοελληνικό κράτος ακολουθούσε κατά γράμμα τις επιταγές των «ευρωπαϊστών» της δύσης, που του υπέβαλλαν –όπως και σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία)- το πώς θα ρυθμιστεί η τοπική οικονομία με σκοπό να μην είναι ανταγωνιστική προς τους άλλους «Ευρωπαίους εταίρους». Αποτέλεσμα αυτής της δουλόφρονος πολιτικής, υπήρξε ο μαρασμός της Ελληνικής υπαίθρου –που είναι το φυσικό κεφάλαιο της αγροτικής μας οικονομίας- και η αστυφιλία, η αποβιομηχάνιση, η επιβολή ευρω-δασμών που έκανε τα Ελληνικά προϊόντα απαγορευτικά ακόμα και σε «φίλιες» και προσοδοφόρες αγορές, ενώ άνοιγαν το δρόμο στα ξένα και ιδιαίτερα στις εξαγωγές της γιγαντιαίας Κινεζικής αγοράς.
Την ίδια στιγμή η εκμετάλλευση του πρωτογενούς τομέα υπήρξε ασθενική. Η γεωργία, η αλιεία, η κτηνοτροφία και εξόρυξη μεταλλευμάτων και ορυκτών, παρότι ανήκαν, κατά βάση, είτε στους Έλληνες των μικρών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, είτε στο κράτος, εγκαταλείφθηκαν ανεκμετάλλευτα (εξορύξεις) και μετετράπησαν σταδιακά από τους μεγαλύτερους και δυναμικότερους φορείς ανάπτυξης σε ένα ζήτημα «ευρωπαϊκών επιδοτήσεων». Αυτές με τη σειρά τους κατέστρεψαν τον πρωτογενή τομέα και αποτέλεσαν μια πλασματική αφορμή για μια τερατώδη ρεμούλα. Στην οποία οι πολιτικοί ιθύνοντες επιχείρησαν και πέτυχαν σε ένα αρκετά μεγάλο βαθμό, να παρασύρουν τους Έλληνες με τη θέλησή τους σε μια δήθεν προσοδοφόρα, ευκαιρία «εξόδου» -με …αποζημίωση- από τον σκληρό τρόπο ζωής της αγροτικής καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας. Κάτι που είχε σοβαρές επιπτώσεις στον, ούτως ή άλλως ασθενή, δευτερογενή τομέα (επεξεργασία και μεταποίηση των πρώτων υλών). Σε συνδυασμό με τα τερτίπια του πολιτικαντισμού, του «πελατειακού» κοινωνικοπολιτικού καθεστώτος και της συνεπαγόμενης κακοήθους συνδικαλιστικής νοοτροπίας, που κατάφεραν να επιβάλλουν ως «πολιτικό κόστος» την μη εξυπηρέτηση μιας ανισόρροπης σχέσης μεταξύ των στενών συμφερόντων ομάδων, εργαζομένων και εργοδοτών και να την παρουσιάζουν ως το «δέον» στην κοινή γνώμη• οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο την Ελληνική «ατμομηχανή» των βιοτεχνιών.
Ταυτόχρονα, οι βιομηχανίες που βρίσκονται στον έλεγχο του εγχώριου ιδιωτικού κεφαλαίου (του λεγόμενου «ελληνικού»), προβλέποντας την κατάληξη, αλλά και προσβλέποντας σε αυτή, μετακινήθηκαν στο εξωτερικό. Αναζητώντας «πιο πρόσφορες» τοπικές οικονομίες, κατευθύνθηκαν κυρίως προς τις ασθενείς –αλλά «έτοιμες προς εκμετάλλευση»- χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ όπου θα μπορούσαν να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά των κεφαλαιοκρατών ευκολότερα και με ευνοϊκότερους όρους, αλλά και στα Σκόπια και στην αναπτυσσόμενη Τουρκία που διαθέτει μεγάλο και ισχυρό πρωτογενή τομέα παραγωγής.
Ομοίως έπραξαν και οι δήθεν αλληλέγγυοι κεφαλαιοκράτες «εταίροι» της ΕΕ, οι οποίοι αντί να «βαδίσουν ως όφειλαν» και να ανταποδώσουν με τις επενδύσεις τους, την εθελούσια υποβάθμιση της ανταγωνιστικότητας της τοπικής οικονομίας του νεοελληνικού κράτους, έκαναν επενδύσεις σε κράτη όπως η Ρουμανία και η Βουλγαρία.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, η οικονομία του νεοελληνικού κράτος, βασίζεται πλέον στον ασταθή τριτογενή τομέα, δηλαδή την παροχή υπηρεσιών (78% του ΑΕΠ). Εν ολίγοις, στο βωμό της εισόδου και της παραμονής στον «παράδεισο της ΟΝΕ», η τοπική οικονομία κατάντησε από αναπτυσσόμενη και παραγωγική, να εξαρτάται πλήρως από τους ξένους κι εγχώριους κεφαλαιοκράτες, την αμφίβολη τουριστική πολιτική, τις πολυεθνικές, τις τράπεζες και τις κτηματομεσιτικές εταιρείες. Οι οποίοι με τη σειρά τους, στηρίζουν και στηρίζονται στις αιμοβόρες επιταγές της «ελεύθερης αγοράς» της παγκοσμιοποίησης…
Η όποια ανάπτυξη υπήρξε από τον τριτογενή τομέα, δεν άγγιξε επί της ουσίας τον Ελληνικό λαό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου